ἄρκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἄρκτος οἱ/αἱ ἄρκτοι
      γενική τοῦ/τῆς ἄρκτου τῶν ἄρκτων
      δοτική τῷ/τῇ ἄρκτ τοῖς/ταῖς ἄρκτοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄρκτον τοὺς/τὰς ἄρκτους
     κλητική ! ἄρκτε ἄρκτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρκτω
γεν-δοτ τοῖν  ἄρκτοιν
Σπανιότερα ως αρσενικό.
Για τον αστερισμό Ἄρκτος, θηλυκό.
Για το όνομα Ἄρκτος, αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄρκτος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)

Ουσιαστικό

ἄρκτος θηλυκό αλλά και αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.