ἄρκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄρκτος | οἱ/αἱ | ἄρκτοι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἄρκτου | τῶν | ἄρκτων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἄρκτῳ | τοῖς/ταῖς | ἄρκτοις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄρκτον | τοὺς/τὰς | ἄρκτους |
| κλητική ὦ! | ἄρκτε | ἄρκτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄρκτοιν | ||
| Σπανιότερα ως αρσενικό. Για τον αστερισμό Ἄρκτος, θηλυκό. Για το όνομα Ἄρκτος, αρσενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄρκτος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)
Πηγές
- ἄρκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.