ἄξεινος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄξεινος τὸ ἄξεινον
      γενική τοῦ/τῆς ἀξείνου τοῦ ἀξείνου
      δοτική τῷ/τῇ ἀξείν τῷ ἀξείν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄξεινον τὸ ἄξεινον
     κλητική ! ἄξεινε ἄξεινον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄξεινοι τὰ ἄξειν
      γενική τῶν ἀξείνων τῶν ἀξείνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀξείνοις τοῖς ἀξείνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀξείνους τὰ ἄξειν
     κλητική ! ἄξεινοι ἄξειν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀξείνω τὼ ἀξείνω
      γεν-δοτ τοῖν ἀξείνοιν τοῖν ἀξείνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

ἄξεινος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.