ἄλκαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελλειπτικό ουδέτερο ουσιαστικό | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄλκαρ | ||||||
| γενική | ||||||||
| δοτική | ||||||||
| αιτιατική | τὸ | ἄλκαρ | ||||||
| κλητική ὦ! | ||||||||
| ανώμαλη κλίση, - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἄλκαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄλκαρ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)
- φυλαχτό, άμυνα, προπύργιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 644 (644-645)
- οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι | ἐλθόντ᾽ ἐκ Λυκίης, οὐδ᾽ εἰ μάλα καρτερός ἐσσι,
- Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θενά ᾽σαι συ των Τρώων, | αν και ανδρειωμένος βοηθός απ᾽ την Λυκίαν ήλθες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι | ἐλθόντ᾽ ἐκ Λυκίης, οὐδ᾽ εἰ μάλα καρτερός ἐσσι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 644 (644-645)
- υπεράσπιση, προφύλαξη από κάτι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 52 (52-53) Ed. Bœckh, August. Pindari opera quae supersunt. @books-google
- κώπαν σχάσον, ταχὺ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί | πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας.
- Μα τώρα κράτα το κουπί και γρήγορα μπήξε στη γης την άγκυρ᾽ | απ᾽ την πρώρα για ασφάλεια από τις ξέρες τις κρυφές
- Μετάφραση (1958), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- κώπαν σχάσον, ταχὺ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί | πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 52 (52-53) Ed. Bœckh, August. Pindari opera quae supersunt. @books-google
- θεραπευτικό μέσο, φάρμακο
Εκφράσεις
Πηγές
- ἄλκαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλκαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.