ἄκολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄκολος | αἱ | ἄκολοι |
| γενική | τῆς | ἀκόλου | τῶν | ἀκόλων |
| δοτική | τῇ | ἀκόλῳ | ταῖς | ἀκόλοις |
| αιτιατική | τὴν | ἄκολον | τὰς | ἀκόλους |
| κλητική ὦ! | ἄκολε | ἄκολοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄκολος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄκολος, -ου θηλυκό, βοιωτικός τύπος του ἔνθεσις
- κομματάκι, μπουκιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 222 (221-222)
- ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους, | αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας·
- Σίγουρα, ξύνοντας τη ράχη του σε κάθε πόρτα, θα κοντοστέκει | ξεροκόμματα ζητώντας — όχι ασφαλώς λεβέτια και σπαθιά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους, | αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας·
- ≈ συνώνυμα: βλωμός, ἔνθεσις, ἔγκαφος, ψωμός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 222 (221-222)
Πηγές
- ἄκολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.