ἄκολος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄκολος αἱ ἄκολοι
      γενική τῆς ἀκόλου τῶν ἀκόλων
      δοτική τῇ ἀκόλ ταῖς ἀκόλοις
    αιτιατική τὴν ἄκολον τὰς ἀκόλους
     κλητική ! ἄκολε ἄκολοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκόλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀκόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄκολος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἄκολος, -ου θηλυκό, βοιωτικός τύπος του ἔνθεσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.