ἄειλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄειλος τὸ ἄειλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀείλου τοῦ ἀείλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀείλ τῷ ἀείλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄειλον τὸ ἄειλον
     κλητική ! ἄειλε ἄειλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄειλοι τὰ ἄειλ
      γενική τῶν ἀείλων τῶν ἀείλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀείλοις τοῖς ἀείλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀείλους τὰ ἄειλ
     κλητική ! ἄειλοι ἄειλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀείλω τὼ ἀείλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀείλοιν τοῖν ἀείλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄειλος < ἄ- στερητικό + -ειλος < εἵλη (η ζεστασιά του ήλιου)

Επίθετο

ἄειλος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.