ἀπάγχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπάγχω < ἀπό + ἄγχω

Ρήμα

ἀπάγχω

  1. στραγγαλίζω, πνίγω
    τῶν ἀπαγχομένων καὶ καταλυομένων, μηδέπω δὲ τεθνηκότων, οὐκ ἀναφέρουσιν, οἷσιν ἂν ἀφρὸς ᾖ περὶ τὸ στόμα. από εκείνους που έχουν κρεμαστεί από το λαιμό και δεν έχουν τις αισθήσεις τους, αλλά που δεν είναι ακόμα νεκροί, δεν συνέρχονται (τελικά) εκείνοι που έχουν αφρό στο στόμα (Ιπποκράτης, Αφορισμοί, Τμήμα δεύτερο ή Β, 43)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.