ἄγλις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἀγλῑθ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἄγλις | αἱ | ἄγλιθες (& ἀγλῖθες) | |
| γενική | τῆς | ἄγλιθος (& ἀγλῖθος) |
τῶν | ἀγλίθων | |
| δοτική | τῇ | ἄγλιθῐ | ταῖς | ἄγλισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ἄγλιν | τὰς | ἄγλιθᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἄγλι | ἄγλιθες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄγλιθε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγλίθοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄρνις' όπως «ὄρνις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἄγλις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄγλις θηλυκό
- σκελίδα σκόρδου
- ※ μὰ Δί᾽ ἀλλὰ παρ᾽ Εὐχαρίδου καὐτὸς τρεῖς γ᾽ ἄγλιθας μετέπεμψα (Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 680)
- ※ Ἄγλιθες: ἐξ ὧν ἡ κεφαλὴ τοῦ σκορόδου σύγκειται ἢ σκορόδων κεφαλαί, ἀγλίδια, σκόροδα
- ΕΜ.11.40 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
Πηγές
- ἄγλις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.