ἁβρύνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἁβρύνομαι < ποιητικό ελληνιστική του ἁβρύνω
Ρήμα
- ἁβρύνομαι (α΄ πρόσωπο μέσου ενεστώτα)
- γίνομαι αβρός, μαλθακός
- ζω με αβρότητα, ίσως αλαζονικά
- με δοτική : ἁβρύνομαι τινί = υπερηφανεύομαι για κάτι
Σύνθετα
Σημειώσεις
- στη μέση φωνή περισσότερο δόκιμος είναι ο παρατατικός τύπος: ἡβρυνόμην
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.