ἀϋπνία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀϋπνί αἱ ἀϋπνίαι
      γενική τῆς ἀϋπνίᾱς τῶν ἀϋπνιῶν
      δοτική τῇ ἀϋπνί ταῖς ἀϋπνίαις
    αιτιατική τὴν ἀϋπνίᾱν τὰς ἀϋπνίᾱς
     κλητική ! ἀϋπνί ἀϋπνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀϋπνί
γεν-δοτ τοῖν  ἀϋπνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀϋπνία < ἄϋπν(ος) + -ία < ἀ- στερητικό + ὕπνος

Ουσιαστικό

ἀϋπνία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.