ἀϋπνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀϋπνίᾱ | αἱ | ἀϋπνίαι |
| γενική | τῆς | ἀϋπνίᾱς | τῶν | ἀϋπνιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀϋπνίᾳ | ταῖς | ἀϋπνίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀϋπνίᾱν | τὰς | ἀϋπνίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀϋπνίᾱ | ἀϋπνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀϋπνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀϋπνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀϋπνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀϋπνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.