ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός μαρτυρείται από το 1830 (Κων.Οικον.) < αϊ για την αρχαία προφορά [ai] της διφθόγγου ⟨αι⟩ + [ei] για την ⟨ει⟩ + αουου για ⟨αυ⟩ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + οϊ για την ⟨οι⟩ + ουϊ για την ⟨υι⟩ + -(ι)σμός
Ουσιαστικό
ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός αρσενικό
- (καθαρεύουσα φωνητική, αρχαία ελληνικά) η ερασμική προφορά για τα αρχαία ελληνικά
- ※ «ὁ κατὰ Ἔρασμον, Βόσσιον, Ἑννίνιον καὶ λοιποὺς διφθογγισμός» (Κουμανούδης [1])
Με αναφορά στον Έρασμο, στον Isaac Vossius, και στον Henninius (Heinrich Christian Henning)
- ※ «ὁ κατὰ Ἔρασμον, Βόσσιον, Ἑννίνιον καὶ λοιποὺς διφθογγισμός» (Κουμανούδης [1])
Κλίση
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός | οἱ | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοί | ||||
| γενική | τοῦ | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοῦ | τῶν | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμῷ | τοῖς | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμόν | τοὺς | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμούς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμέ | ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοί | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
-
Pronunciation of Ancient Greek in teaching στην αγγλική Βικιπαίδεια
για τις εργασίες του Vossius, του Henning.
Αναφορές
- Ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός, σελ. 22, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.