ἀχρηστεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀχρηστεύω < ἄχρηστος +-εύω < α- +χρηστός

Ρήμα

ἀχρηστεύω

  1. δεν χρησιμοποιώ, δεν χρησιμοποιούμαι
    Ὅσα δὲ εἰς ιον [παροξύτονα] διὰ τοῦ ι γράφονται, οὔτε περιεκτικά εἰσιν οὔτε ὡς περιεκτικά, ἀλλ' ὑποκοριστικά [ὧν ὑποκοριστικῶν τὰ μὲν παροξύνονται], γίνονται δὲ ἀπὸ πρωτοτύπων ἑτέρων, καὶ δοκοῦσι τὰ μὲν πρωτότυπα μείζονος εἶναί τινος οὐσίας, τὰ δὲ ὑποκοριστικὰ ἐλάσσονος, εἰ καὶ πολλάκις τὰ πρωτότυπα ἀχρηστεύουσιν. (Βατικανά σχόλια στη Γραμματική Τέχνη Διονυσίου του Θρακός, 195, 15)
  1. δεν είμαι σε χρήση
  2. δεν χρησιμεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.