ἀπροσωπόληπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀπροσωπόληπτος | τὸ ἀπροσωπόληπτον | οἱ, αἱ ἀπροσωπόληπτοι | τὰ ἀπροσωπόληπτα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀπροσωπολήπτου | τοῦ ἀπροσωπολήπτου | τῶν ἀπροσωπολήπτων | τῶν ἀπροσωπολήπτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀπροσωπολήπτῳ | τῷ ἀπροσωπολήπτῳ | τοῖς, ταῖς ἀπροσωπολήπτοις | τοῖς ἀπροσωπολήπτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀπροσωπόληπτον | τὸ ἀπροσωπόληπτον | τοὺς, τὰς ἀπροσωπολήπτους | τὰ ἀπροσωπόληπτα |
| Κλητική | ἀπροσωπόληπτε | ἀπροσωπόληπτον | ἀπροσωπόληπτοι | ἀπροσωπόληπτα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀπροσωπολήπτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀπροσωπολήπτοιν | |||
Ετυμολογία
- ἀπροσωπόληπτος < ἀ- + προσωπολήπτης < αρχαία ελληνική πρόσωπον + λαμβάνω
Επίθετο
ἀπροσωπόληπτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) απροσωπόληπτος, αμερόληπτος
- (ελληνιστική κοινή) που δεν μπορεί κανείς να τον κοιτάξει στο πρόσωπο (για τον θεό)
Συγγενικά
- ἀπροσωπολήπτως
- → δείτε τις λέξεις προσωπολήπτης, πρόσωπον και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.