ἀποχωρισμός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποχωρισμός οἱ ἀποχωρισμοί
      γενική τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν ἀποχωρισμῶν
      δοτική τῷ ἀποχωρισμ τοῖς ἀποχωρισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀποχωρισμόν τοὺς ἀποχωρισμούς
     κλητική ! ἀποχωρισμέ ἀποχωρισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποχωρισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀποχωρισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀποχωρισμός < αποχωρίζω + -μός

Ουσιαστικό

ἀποχωρισμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.