ἀντροδίαιτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀντροδίαιτος τὸ ἀντροδίαιτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀντροδιαίτου τοῦ ἀντροδιαίτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀντροδιαίτ τῷ ἀντροδιαίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀντροδίαιτον τὸ ἀντροδίαιτον
     κλητική ! ἀντροδίαιτε ἀντροδίαιτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀντροδίαιτοι τὰ ἀντροδίαιτ
      γενική τῶν ἀντροδιαίτων τῶν ἀντροδιαίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀντροδιαίτοις τοῖς ἀντροδιαίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀντροδιαίτους τὰ ἀντροδίαιτ
     κλητική ! ἀντροδίαιτοι ἀντροδίαιτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀντροδιαίτω τὼ ἀντροδιαίτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀντροδιαίτοιν τοῖν ἀντροδιαίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀντροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἄντρον + -δίαιτος (< δίαιτα)

Επίθετο

ἀντροδῐ́αιτος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.