ἀντροδίαιτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀντροδίαιτος | τὸ | ἀντροδίαιτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀντροδιαίτου | τοῦ | ἀντροδιαίτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀντροδιαίτῳ | τῷ | ἀντροδιαίτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀντροδίαιτον | τὸ | ἀντροδίαιτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀντροδίαιτε | ἀντροδίαιτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀντροδίαιτοι | τὰ | ἀντροδίαιτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀντροδιαίτων | τῶν | ἀντροδιαίτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀντροδιαίτοις | τοῖς | ἀντροδιαίτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀντροδιαίτους | τὰ | ἀντροδίαιτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀντροδίαιτοι | ἀντροδίαιτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντροδιαίτω | τὼ | ἀντροδιαίτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀντροδιαίτοιν | τοῖν | ἀντροδιαίτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀντροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἄντρον + -δίαιτος (< δίαιτα)
Πηγές
- ἀντροδίαιτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.