ἀντιμαχία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀντιμαχία < αρχαία ελληνική ἀντίμαχος < ἀντιμάχομαι
Ουσιαστικό
ἀντιμαχία θηλυκό και αντιμαχιά
- η αντιμαχία με τη σημερινή έννοια, ο διαξιφισμός, η δημιουργία εχθρών
Συγγενικά
- ἀντιμαχῶ
- ἀντιμάχησις
- ἀντιμάχομαι (πολεμώ, αντιστέκομαι, αντιμάχομαι με τη σημερινή έννοια)
- ἀντίμαχος (ο αντίμαχος, ο αντίπαλος, ο εχθρός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.