ἀντιμάχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἀντιμάχομαι
- πολεμάω, αντιμάχομαι κάποιον
- οἱ δὲ πλείους ἐς φυγὴν κατέστησαν, φοβηθέντες ἐν νυκτί τε πολεμίων προσπεπτωκότων καὶ τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων, νομίσαντες τοὺς ἅπαντας σφᾶς Μεγαρέας προδεδωκέναι (οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή επειδή φοβήθηκαν τυχόν νυχτερινή έφοδο του εχθρού και καθώς είδαν να τους πολεμούν οι Μεγαρείς που συμμετείχαν στη συνωμοσία, νόμισαν ότι τους είχαν προδώσει όλοι οι Μεγαρείς)
Συγγενικά
- ἀντίμαχος
- ἀντιμαχέω-ἀντιμαχῶ ((ελληνιστική κοινή))
- ἀντιμαχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.