ἀντίμαχος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀντίμαχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀντίμαχος < ἀντιμάχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀντί- + -μαχος

Επίθετο

ἀντίμαχος

Ουσιαστικό

ἀντίμαχος

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀντίμαχος τὸ ἀντίμαχον οἱ, αἱ ἀντίμαχοι τὰ ἀντίμαχα
Γενική τοῦ, τῆς ἀντιμάχου τοῦ ἀντιμάχου τῶν ἀντιμάχων τῶν ἀντιμάχων
Δοτική τῷ, τῇ ἀντιμάχῳ τῷ ἀντιμάχῳ τοῖς, ταῖς ἀντιμάχοις τοῖς ἀντιμάχοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀντίμαχον τὸ ἀντίμαχον τοὺς, τὰς ἀντιμάχους τὰ ἀντίμαχα
Κλητική ἀντίμαχε ἀντίμαχον ἀντίμαχοι ἀντίμαχα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀντιμάχω
Γενική-Δοτική ἀντιμάχοιν

Ετυμολογία

ἀντίμαχος < ἀντί- + -μαχος < ἀντιμάχομαι

Επίθετο

ἀντίμαχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ο άξιος να τον πολεμήσεις, αξιόμαχος
  2. ο αντίπαλος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.