λουλουδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λουλουδίζω < μεσαιωνική ελληνική λουλουδίζω < λουλούδι < αλβανική lule + -ούδι < παλαιοαλβανικά *lulā < κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) < ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) < δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) < αρχαία αιγυπτιακή
(ḥrrt)




Προφορά
- ΔΦΑ : /lu.luˈði.zo/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λουλούδι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λουλουδίζω | λουλούδιζα | θα λουλουδίζω | να λουλουδίζω | λουλουδίζοντας | |
| β' ενικ. | λουλουδίζεις | λουλούδιζες | θα λουλουδίζεις | να λουλουδίζεις | λουλούδιζε | |
| γ' ενικ. | λουλουδίζει | λουλούδιζε | θα λουλουδίζει | να λουλουδίζει | ||
| α' πληθ. | λουλουδίζουμε | λουλουδίζαμε | θα λουλουδίζουμε | να λουλουδίζουμε | ||
| β' πληθ. | λουλουδίζετε | λουλουδίζατε | θα λουλουδίζετε | να λουλουδίζετε | λουλουδίζετε | |
| γ' πληθ. | λουλουδίζουν(ε) | λουλούδιζαν λουλουδίζαν(ε) |
θα λουλουδίζουν(ε) | να λουλουδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λουλούδισα | θα λουλουδίσω | να λουλουδίσω | λουλουδίσει | ||
| β' ενικ. | λουλούδισες | θα λουλουδίσεις | να λουλουδίσεις | λουλούδισε | ||
| γ' ενικ. | λουλούδισε | θα λουλουδίσει | να λουλουδίσει | |||
| α' πληθ. | λουλουδίσαμε | θα λουλουδίσουμε | να λουλουδίσουμε | |||
| β' πληθ. | λουλουδίσατε | θα λουλουδίσετε | να λουλουδίσετε | λουλουδίστε | ||
| γ' πληθ. | λουλούδισαν λουλουδίσαν(ε) |
θα λουλουδίσουν(ε) | να λουλουδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λουλουδίσει | είχα λουλουδίσει | θα έχω λουλουδίσει | να έχω λουλουδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λουλουδίσει | είχες λουλουδίσει | θα έχεις λουλουδίσει | να έχεις λουλουδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λουλουδίσει | είχε λουλουδίσει | θα έχει λουλουδίσει | να έχει λουλουδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λουλουδίσει | είχαμε λουλουδίσει | θα έχουμε λουλουδίσει | να έχουμε λουλουδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λουλουδίσει | είχατε λουλουδίσει | θα έχετε λουλουδίσει | να έχετε λουλουδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λουλουδίσει | είχαν λουλουδίσει | θα έχουν λουλουδίσει | να έχουν λουλουδίσει |
| |
Μεταφράσεις
λουλουδίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.