λουλουδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λουλουδίζω < μεσαιωνική ελληνική λουλουδίζω < λουλούδι < αλβανική lule + -ούδι < παλαιοαλβανικά *lulā < κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) < ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) < δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) < αρχαία αιγυπτιακή
D2
D21
D21
X1
M2
(ḥrrt)

Προφορά

ΔΦΑ : /lu.luˈði.zo/

Ρήμα

λουλουδίζω

  1. ανθίζω, βγάζω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) ευτυχώ, ακμάζω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.