ἀναφτερώνω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀναφτερώνω < ελληνιστική κοινή ἀναπτερώνω και ἀναπτερυγίζω < αρχαία ελληνική ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ

Ρήμα

ἀναφτερώνω

  1. δίνω σε κάποιον φτερά, ενθαρρύνω
  2. αποκτώ φτερά

Ταυτόσημο


Δείτε το λήμμα: αναφτερώνω και αναπτερώνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.