ἀναφτερώνω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία
- ἀναφτερώνω < ελληνιστική κοινή ἀναπτερώνω και ἀναπτερυγίζω < αρχαία ελληνική ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ
- παράλληλοι τύποι που απαντούν στη μεσαιωνική ελληνική και στην ελληνιστική
- ἀναπτερώνω
- ἀναφτερουγιάζω
- ἀναφτερακίζω
- ἀναφτερουγίζω
- ἀναπτερυγιάζω
![]()
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.