ἀναφαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναφαίνω < ἀνα- + φαίνω

Ρήμα

ἀναφαίνω

  1. κάνω να φανεί, να να λάμψει
  2. γεννώ, παράγω, ιδρύω
  3. καθιστώ γνωστό, φανερώνω
  4. φαίνομαι ξανά
    ἀναφαίνεται ἀστήρ
  5. αναγορεύω, ανακηρύσσω
    ἀναφανῆναι μούναρχος (ανακηρύχθηκε βασιλιάς)
  6. αποκαλύπτομαι, αποδεικνύομαι, γίνεται φανερό ότι είμαι κάτι
    κλέπτης ἀναπέφανται ή ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός
  7. στη μεταγενέστερη ελληνική αμετάβατο
    ἀνέφαινεν ἕσπερος

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.