ἀνέκλειπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνέκλειπτος | τὸ | ἀνέκλειπτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνεκλείπτου | τοῦ | ἀνεκλείπτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνεκλείπτῳ | τῷ | ἀνεκλείπτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνέκλειπτον | τὸ | ἀνέκλειπτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέκλειπτε | ἀνέκλειπτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνέκλειπτοι | τὰ | ἀνέκλειπτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνεκλείπτων | τῶν | ἀνεκλείπτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνεκλείπτοις | τοῖς | ἀνεκλείπτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνεκλείπτους | τὰ | ἀνέκλειπτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέκλειπτοι | ἀνέκλειπτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεκλείπτω | τὼ | ἀνεκλείπτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεκλείπτοιν | τοῖν | ἀνεκλείπτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνέκλειπτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀνέκλειπτος, -ος, -ον
- ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
- ※ 4ος πκε αιώνας, ⌘Υπερείδης, Ἐπιτάφιος, 20 @scaife.perseus
- συνελόντα δ᾽ εἰπεῖν, τὴν Μακεδόνων ὑπερηφανίαν καὶ μὴ τὴν τοῦ δικαίου δύναμιν ἰσχύειν παρ᾽ ἑκάστοις, ὥστε μήτε γυναικῶν μήτε παρθένων μήτε παίδων ὕβρεις ... ἀνεκλείπτους ἑκάστοις καθεστάναι.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων, Section 51, 438d @scaife.perseus
- ἔστι δὲ θεία μὲν ὄντως καὶ δαιμόνιος, οὐ μὴν ἀνέκλειπτος οὐδʼ ἄφθαρτος οὐδʼ ἀγήρως καὶ διαρκὴς εἰς τὸν ἄπειρον χρόνον ὑφʼ οὗ πάντα κάμνει τὰ μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης κατὰ τὸν ἡμέτερον λόγον.
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Ιάμβλιχος, De Mysteriis 5.22, @scaife.perseus
- λέγει τοίνυν, ὅτι καθάπερ κόσμον τινὰ ἐκ πολλῶν τάξεων εἰς μίαν συνιόντα σύνταξιν, οὕτω καὶ τῶν θυσιῶν δεῖ τὴν συμπλήρωσιν, ἀνέκλειπτον οὖσαν καὶ ὁλόκληρον, ὅλῳ τῷ διακόσμῳ τῶν κρειττόνων συνάπτεσθαι.
- ※ 4ος πκε αιώνας, ⌘Υπερείδης, Ἐπιτάφιος, 20 @scaife.perseus
Παράγωγα
- ἀνεκλείπτως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λείπω και ἐκλείπω
Πηγές
- ἀνέκλειπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.