ἀλιτήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀλιτήριος | τὸ | ἀλιτήριον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀλιτηρίου | τοῦ | ἀλιτηρίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀλιτηρίῳ | τῷ | ἀλιτηρίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀλιτήριον | τὸ | ἀλιτήριον | ||
| κλητική ὦ! | ἀλιτήριε | ἀλιτήριον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀλιτήριοι | τὰ | ἀλιτήριᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀλιτηρίων | τῶν | ἀλιτηρίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀλιτηρίοις | τοῖς | ἀλιτηρίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀλιτηρίους | τὰ | ἀλιτήριᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀλιτήριοι | ἀλιτήριᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλιτηρίω | τὼ | ἀλιτηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλιτηρίοιν | τοῖν | ἀλιτηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀλιτήριος < ἀλιταίνω / ἀλιτεῖν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἀλιτήριος, -ος, -ον
- αμαρτωλός, που διαπράττει ύβρη προς θεό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.11
- καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων.
- Γι᾽ αυτό, τόσο εκείνοι που τους σκότωσαν όσο και οι απόγονοί τους θεωρούνται ιερόσυλοι και ανοσιουργοί απέναντι στην θεά.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 445 (445-446)
- ἐκ τῶν ἀλιτηρίων σέ φη- | μι γεγονέναι τῶν τῆς θεοῦ.
- Καταγγέλλω ότι είσαι απ᾽ τους αθεόφοβους που πράξανε το Κυλώνειο άγος.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐκ τῶν ἀλιτηρίων σέ φη- | μι γεγονέναι τῶν τῆς θεοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.11
- ένοχος
Πηγές
- ἀλιτήριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλιτήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.