ἀκυρολεξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀκυρολεξίᾱ | αἱ | ἀκυρολεξίαι |
| γενική | τῆς | ἀκυρολεξίᾱς | τῶν | ἀκυρολεξιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀκυρολεξίᾳ | ταῖς | ἀκυρολεξίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀκυρολεξίᾱν | τὰς | ἀκυρολεξίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀκυρολεξίᾱ | ἀκυρολεξίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκυρολεξίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκυρολεξίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀκυρολεξία < αρχαία ελληνική ἄκυρ(ος) + -ο- + -λεξία [1]
Ουσιαστικό
ἀκυρολεξία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του ἀκυρολογία: η ακυρολεξία, ακυριολεξία
- ※ αὐθέντης ... ἀντὶ τοῦ δεσπότης, ὅπερ ἔστιν ἀκυρολεξία. (Λεξικό Σούδα)
Αναφορές
- «ακυρολογώ» και σχόλιο για ελληνιστικές λέξεις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀκυρολεξία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.