ἀκαταμάχητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκαταμάχητος | τὸ | ἀκαταμάχητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀκαταμαχήτου | τοῦ | ἀκαταμαχήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀκαταμαχήτῳ | τῷ | ἀκαταμαχήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκαταμάχητον | τὸ | ἀκαταμάχητον | ||
| κλητική ὦ! | ἀκαταμάχητε | ἀκαταμάχητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκαταμάχητοι | τὰ | ἀκαταμάχητᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀκαταμαχήτων | τῶν | ἀκαταμαχήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκαταμαχήτοις | τοῖς | ἀκαταμαχήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκαταμαχήτους | τὰ | ἀκαταμάχητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀκαταμάχητοι | ἀκαταμάχητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκαταμαχήτω | τὼ | ἀκαταμαχήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκαταμαχήτοιν | τοῖν | ἀκαταμαχήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ἀκαταμάχητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.