ἀκαταμάχητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκαταμάχητος τὸ ἀκαταμάχητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκαταμαχήτου τοῦ ἀκαταμαχήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκαταμαχήτ τῷ ἀκαταμαχήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκαταμάχητον τὸ ἀκαταμάχητον
     κλητική ! ἀκαταμάχητε ἀκαταμάχητον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκαταμάχητοι τὰ ἀκαταμάχητ
      γενική τῶν ἀκαταμαχήτων τῶν ἀκαταμαχήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκαταμαχήτοις τοῖς ἀκαταμαχήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκαταμαχήτους τὰ ἀκαταμάχητ
     κλητική ! ἀκαταμάχητοι ἀκαταμάχητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκαταμαχήτω τὼ ἀκαταμαχήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκαταμαχήτοιν τοῖν ἀκαταμαχήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀκαταμάχητος < ἀ- στερητικό + καταμάχομαι < κατα- + μάχομαι < μαχητός

Επίθετο

ἀκαταμάχητος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.