ἀγαλμάτιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγαλμάτιον τὰ ἀγαλμάτι
      γενική τοῦ ἀγαλματίου τῶν ἀγαλματίων
      δοτική τῷ ἀγαλματί τοῖς ἀγαλματίοις
    αιτιατική τὸ ἀγαλμάτιον τὰ ἀγαλμάτι
     κλητική ! ἀγαλμάτιον ἀγαλμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγαλματίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγαλματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγαλμάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄγαλμα, ἀγαλματ- +   + υποκοριστικό επίθημα -ιον <  δείτε τη λέξη ἀγάλλομαι

Ουσιαστικό

ἀγαλμάτιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.