ἀγαθότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγαθότης | αἱ | ἀγαθότητες | ||||
| γενική | τῆς | ἀγαθότητος | τῶν | ἀγαθοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | ἀγαθότητῐ | ταῖς | ἀγαθότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀγαθότητᾰ | τὰς | ἀγαθότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀγαθότης | ἀγαθότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαθότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαθοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀγαθότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁγαθό(ς) + -της
Πηγές
- ἀγαθότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.