وقف
Αραβικά
(ar)
Ετυμολογία
وقف
< ρίζα و ق ف (w-q-f)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
wáqafa
/ & /
wáqqafa
/
Ρήμα
وقف
(ar)
σταματώ
συγκρατώ
εμποδίζω
ακινητοποιώ
Ουσιαστικό
وقف
(ar)
αρσενικό
(waqf)
σταμάτημα
ακινητοποίηση
βακούφι
αναπαλλοτρίωτη
περιουσία
Αλλόγλωσσα παράγωγα
τουρκικά
:
vakıf
νέα ελληνική
:
βακούφι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.