وقف

Αραβικά (ar)

Ετυμολογία

وقف < ρίζα و ق ف (w-q-f)

Προφορά

ΔΦΑ : /wáqafa/ & /wáqqafa/

Ρήμα

وقف (ar)

  1. σταματώ
  2. συγκρατώ
  3. εμποδίζω
  4. ακινητοποιώ

Ουσιαστικό

وقف (ar) αρσενικό (waqf)

  1. σταμάτημα
  2. ακινητοποίηση
  3. βακούφι
  4. αναπαλλοτρίωτη περιουσία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.