دلال
Αραβικά (ar)
Ετυμολογία
- دلال < ρίζα د ل ل (d-l-l)
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /da.laːl/
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /dal.laːl/
Ουσιαστικό
دلال (دَلَّال) (ar) (dallāl) αρσενικό
- μεσίτης αγορών και πωλήσεων
- τελάλης
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
- دلال (dallāl) (αραβικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: دلال (dellal, δημώδες: tellal)
- ⇒ τουρκικά: tellal
- ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: ντελάλισσα & τελάλισσα (σε τύπο θηλυκού < *(ν)τελάλης)
- ↷ νέα ελληνικά: ντελάλης & τελάλης
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: دلال (dellal, δημώδες: tellal)
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
Ετυμολογία 1
- دلال < (άμεσο δάνειο) αραβική دَلَال#Προφορά 1 (dalāl, κοκέτης)
Ετυμολογία 2
- دلال < (άμεσο δάνειο) αραβική دَلَّال#Προφορά 2 (dallāl)
Ουσιαστικό
دلال (dallāl) (δημώδης εκφορά: tellal)
- μεσίτης αγορών και πωλήσεων
- ντελάλης / τελάλης
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: δείτε στο αραβικό #Ουσιαστικό_2
Πηγές
- σελ. 910 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.