κοκέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοκέτης | οι | κοκέτηδες |
| γενική | του | κοκέτη | των | κοκέτηδων |
| αιτιατική | τον | κοκέτη | τους | κοκέτηδες |
| κλητική | κοκέτη | κοκέτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈce.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κέ‐της
Αναφορές
- κοκέτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.