τελάλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελάλης οι τελάληδες
      γενική του τελάλη των τελάληδων
    αιτιατική τον τελάλη τους τελάληδες
     κλητική τελάλη τελάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελάλης:  δείτε τη λέξη ντελάλης, για την προφορά με [t] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈla.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τελάλης

Ουσιαστικό

τελάλης αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.