τελάλισσα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τελάλισσα < αμάρτυρο αρσενικό *τελάλ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دلال (dallal, δημώδες: tellal) [1] < αραβική دَلَّال (στην προφορά: dallāl)

Ουσιαστικό

τελάλισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα
      17ος αιώνας - Ιάκωβος ιερομόναχος, Βακτηρία αρχιερέων, 153 [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    Περί εργαστηρίου όπου πουλούν και αγοράζουν παν είδος, ήγουν γυναίκες αι τελάλισσες.

  • ντελάλισσα χρειάζεται παράθεμα

Κλιτικοί τύποι

Αναφορές

  1. «دلال dallal», σελ. 910 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.