петък

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

петък (bg) αρσενικό

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
понеделник вторник сряда четвъртък петък събота неделя
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.