ωτοκαθαριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ωτοκαθαριστήρας | οι | ωτοκαθαριστήρες |
| γενική | του | ωτοκαθαριστήρα | των | ωτοκαθαριστήρων |
| αιτιατική | τον | ωτοκαθαριστήρα | τους | ωτοκαθαριστήρες |
| κλητική | ωτοκαθαριστήρα | ωτοκαθαριστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωτοκαθαριστήρας < ωτο- + καθαριστήρας
Μεταφράσεις
ωτοκαθαριστήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.