ωτογλυφίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωτογλυφίδα | οι | ωτογλυφίδες |
| γενική | της | ωτογλυφίδας | των | ωτογλυφίδων |
| αιτιατική | την | ωτογλυφίδα | τις | ωτογλυφίδες |
| κλητική | ωτογλυφίδα | ωτογλυφίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωτογλυφίδα < αρχαία ελληνική ὠτογλυφίς < ὠτο- + γλυφίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.to.ɣliˈfi.ða/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ωτογλυφίδα
|
→ δείτε τη λέξη μπατονέτα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.