ωραιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ωραιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωραιοποιώ
  2. θα ωραιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωραιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ωραιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωραιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.