ωμοφόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ωμοφόριο | τα | ωμοφόρια |
| γενική | του | ωμοφορίου & ωμοφόριου |
των | ωμοφορίων |
| αιτιατική | το | ωμοφόριο | τα | ωμοφόρια |
| κλητική | ωμοφόριο | ωμοφόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ωμοφόριο ουδέτερο
-
ωμοφόριο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ωμοφόριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
