ωμοφόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωμοφόριο τα ωμοφόρια
      γενική του ωμοφορίου
& ωμοφόριου
των ωμοφορίων
    αιτιατική το ωμοφόριο τα ωμοφόρια
     κλητική ωμοφόριο ωμοφόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωμοφόριο < ὠμοφόριον στην καθαρεύουσα < ὦμος + φέρω
επίσκοπος που φέρει το ωμοφόριο

Ουσιαστικό

ωμοφόριο ουδέτερο

  • εκκλησιαστικό άμφιο· αποτελείται από μια πλατιά λωρίδα υφάσματος που φοριέται πάνω από τους ώμους και είναι διακριτικό των επισκόπων της ορθόδοξης εκκλησίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.