ψυχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχός | ||
| γενική | του | ψυχού | ||
| αιτιατική | τον | ψυχό | ||
| κλητική | ψυχέ | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχός < ψυχ(ή) + -ός
Ουσιαστικό
ψυχός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- τελετουργικός εορτασμός προς τιμήν των ψυχών τεθνεώτων προσφιλών προσώπων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
ψυχός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.