ψυχοπαθολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχοπαθολογία | οι | ψυχοπαθολογίες |
| γενική | της | ψυχοπαθολογίας | των | ψυχοπαθολογιών |
| αιτιατική | την | ψυχοπαθολογία | τις | ψυχοπαθολογίες |
| κλητική | ψυχοπαθολογία | ψυχοπαθολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχοπαθολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψυχοπαθολογία θηλυκό
- η μελέτη των παθολογικών συμπεριφορών και η περιγραφή των αιτίων και της λειτουργίας τους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.