ψυχομαχητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχομαχητό τα ψυχομαχητά
      γενική του ψυχομαχητού των ψυχομαχητών
    αιτιατική το ψυχομαχητό τα ψυχομαχητά
     κλητική ψυχομαχητό ψυχομαχητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχομαχητό < ψυχομαχώ + -ητό < (ελληνιστική κοινή) ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ < αρχαία ελληνική ψυχή + μάχη

Ουσιαστικό

ψυχομαχητό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.