ψυχοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοθεραπεία οι ψυχοθεραπείες
      γενική της ψυχοθεραπείας των ψυχοθεραπειών
    αιτιατική την ψυχοθεραπεία τις ψυχοθεραπείες
     κλητική ψυχοθεραπεία ψυχοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοθεραπεία (μαρτυρείται από το 1893)[1]< ψυχή + -θεραπεία

Ουσιαστικό

ψυχοθεραπεία θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. η βελτίωση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου με ειδική διαδικασία, σε αντιδιαστολή συνήθως προς τη φαρμακοθεραπεία, αλλά μερικές φορές και σε συνδυασμό με αυτήν
  2. θεραπεία που προϋποθέτει συναντήσεις με ειδικό (ψυχίατρο, ψυχολόγο ή όποιον άλλο κρίνει ως κατάλληλο η νομοθεσία κάθε κράτους)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.