ψυχαναλύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψυχαναλύω < ψυχανάλυση. Αναλύεται ψυχ- + αναλύω

Ρήμα

ψυχαναλύω, πρτ.: ψυχανέλυα, στ.μέλλ.: θα ψυχαναλήσω, αόρ.: ψυχανέλυσα και ψυχανάλυσα, παθ.φωνή: ψυχαναλύομαι, μτχ.π.π.: ψυχαναλυμένος

  1. ασκώ το επάγγελμα του ψυχαναλυτή
  2. αναλύω και ανάγω σε βασικές αρχές τα ψυχολογικά προβλήματα ενός ατόμου είτε επαγγελματικά (ως ψυχαναλυτής) είτε ερασιτεχνικά
  3. (ειρωνικό) αναλύω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, "το κουράζω"

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.