ερασιτεχνικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ερασιτεχνικά < ερασιτεχνικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾa.si.te.xniˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐σι‐τε‐χνι‐κά
- ερασιτεχνικώς (παρωχημένο)
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ερασιτεχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ερασιτεχνικό) του ερασιτεχνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.