ψηλέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψηλέας | οι | ψηλέες |
| γενική | του | ψηλέα | των | ψηλέων |
| αιτιατική | τον | ψηλέα | τους | ψηλέες |
| κλητική | ψηλέα | ψηλέες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψηλέας < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ψηλός
Μεταφράσεις
ψηλέας
|
→ δείτε τη λέξη ψηλός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.