ψευδότιτλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευδότιτλος | οι | ψευδότιτλοι |
| γενική | του | ψευδότιτλου & ψευδοτίτλου |
των | ψευδότιτλων & ψευδοτίτλων |
| αιτιατική | τον | ψευδότιτλο | τους | ψευδότιτλους & ψευδοτίτλους |
| κλητική | ψευδότιτλε | ψευδότιτλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευδότιτλος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.