ψαρού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρού οι ψαρούδες
      γενική της ψαρούς των ψαρούδων
    αιτιατική την ψαρού τις ψαρούδες
     κλητική ψαρού ψαρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαρού < ψαράς

Προφορά

ΔΦΑ : /psaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψαρού

Ουσιαστικό

ψαρού θηλυκό

  1. γυναίκα ψαρά
  2. (επάγγελμα) ιδιοκτήτρια ή υπάλληλος σε κατάστημα που πουλάει ψάρια
  3. (οικείο) περιοχή που πουλιούνται ψάρια, κοντά σε θάλασσα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψαρού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.