ψέκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψέκα | οι | ψέκες |
| γενική | της | ψέκας | των | ψεκών |
| αιτιατική | την | ψέκα | τις | ψέκες |
| κλητική | ψέκα | ψέκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψέκα < ψεκασμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψέκα θηλυκό
Πηγές
- Νίκος Σαραντάκος, Σχολεία, μάσκα και ψέκα, 11 Σεπτεμβρίου 2020,
Μεταφράσεις
ψέκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.