χύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χύτρια | οι | χύτριες |
| γενική | της | χύτριας | των | χυτριών |
| αιτιατική | τη | χύτρια | τις | χύτριες |
| κλητική | χύτρια | χύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçι.tɾi.a/
Ουσιαστικό
χύτρια θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.