χωρομέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωρομέτρηση οι χωρομετρήσεις
      γενική της χωρομέτρησης* των χωρομετρήσεων
    αιτιατική τη χωρομέτρηση τις χωρομετρήσεις
     κλητική χωρομέτρηση χωρομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χωρομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωρομέτρηση < χωρομετρώ

Ουσιαστικό

χωρομέτρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.