χωρομετρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
χωρομετρώ
- μετρώ εμβαδόν, απόσταση, ύψος στο πλαίσιο συνήθως μιας εργασίας τοπογραφικής, πολεοδομικής, χωροταξικής
Μεταφράσεις
χωρομετρώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.