χωροδεσποτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωροδεσποτεία οι χωροδεσποτείες
      γενική της χωροδεσποτείας των χωροδεσποτειών
    αιτιατική τη χωροδεσποτεία τις χωροδεσποτείες
     κλητική χωροδεσποτεία χωροδεσποτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωροδεσποτεία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χωροδεσποτεία, ήδη το 1836[1] < χωροδεσπότ(ης) + -εία. Μορφολογικά αναλύεται σε χωρο- + δεσποτεία

Προφορά

ΔΦΑ : /xo.ɾo.ðe.spoˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωροδεσποτεία

Ουσιαστικό

χωροδεσποτεία θηλυκό

  • (ιστορία, μεσαιωνική δυτική Ευρώπη) η ιδιοκτησία που ανήκε στο χωροδεσπότη
      Μέσα στο κάστρο έμενε ο άρχοντας. Ο πύργος του φαινόταν σε όλη την περιοχή. Το χωριό με την περιοχή του και το κάστρο με τον πύργο του άρχοντα αποτελούσαν μια χωροδεσποτεία. Η χωροδεσποτεία μπορούσε να ανήκει σ’ έναν άρχοντα γαιοκτήμονα (κοσμική χωροδεσποτεία) ή σ’ ένα μοναστήρι (εκκλησιαστική χωροδεσποτεία).
    Σχολικό βιβλίο Ιστορίας του μεσαιωνικού και νεότερου κόσμου, χ.χ., κεφάλαιο 5, σελ.76

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1127, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.